υποκλεμμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποκλεμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου υποκλέπτω
Μετοχή
[επεξεργασία]υποκλεμμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη υποκλέπτω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποκλεμμένος
|