υπονομευμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπονομευμένος <
Μετοχή[επεξεργασία]
υπονομευμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος υπονομεύω
- ↪} Με υπονομευμένες τις δημοκρατικές διαδικασίες, οι Απριλιανοί πέτυχαν πιο εύκολα το στόχο τους.
- → δείτε τη λέξη υπονομεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπονομευμένος