υψιμοριακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υψιμοριακός < υψι- + μοριακός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική high-density)
Επίθετο[επεξεργασία]
υψιμοριακός
- (φυσική) που αποτελείται από μόρια υψηλής πυκνότητας
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- υψημοριακός (κατά το υψηλός)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- High-density polyethylene στην αγγλική Βικιπαίδεια
- HDPE
- μεσομοριακός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υψιμοριακός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υψι- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)