φαιδρυντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαιδρυντικός < αρχαία ελληνική φαιδρύνω (λαμπρύνω, φέρνω χαρά)
Επίθετο[επεξεργασία]
φαιδρυντικός
- που προκαλεί φαιδρότητα, ιλαρότητα, ευθυμία