φλοτέρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φλοτέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική flotteur[1] < flotter + -eur < μέση γαλλική flotter < παλαιά γαλλικά floter < φραγκικά *flotōn < πρωτογερμανική *flutōną < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *plew-, *plōw- (ρέω, κυλώ, κολυμπώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φλοτέρ ουδέτερο άκλιτο
- ειδική κατασκευή που διακόπτει την παροχή και ροή νερού σε καζανάκι, ντεπόζιτο ή δεξαμενή, προκειμένου να μην έχουμε υπερχείλιση
- ελαφρύ σώμα που επιπλέει και συμβάλλει στην πλεύση άλλων σωμάτων
- καθένας από τους δύο ή περισσότερους στεγανούς πλωτήρες ενός υδροπλάνου, με τους οποίους επιπλέει στο νερό
- σημαδούρα που επιπλέει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλοτέρ
- ↑ φλοτέρ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας