φλουδερός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /flu.ðeˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλου‐δε‐ρός
Επίθετο[επεξεργασία]
φλουδερός, -ή, -ό
- που έχει χοντρή ή σκληρή φλούδα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φλουδερός
|