φορειοφόρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φορειοφόρος, -α, -ο
- που μεταφέρει φορεία
- Σε περίπτωση υπέρβασης αυτής της προθεσμίας θαεπιβάλλεται ποινική ρήτρα 150€ ανά ώρα για τους φορειοφόρους ανελκυστήρες και 20€ανά ώρα για τους λοιπούς. (*)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φορειοφόρος