φορειοφόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φορειοφόρος η φορειοφόρα το φορειοφόρο
      γενική του φορειοφόρου της φορειοφόρας του φορειοφόρου
    αιτιατική τον φορειοφόρο τη φορειοφόρα το φορειοφόρο
     κλητική φορειοφόρε φορειοφόρα φορειοφόρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φορειοφόροι οι φορειοφόρες τα φορειοφόρα
      γενική των φορειοφόρων των φορειοφόρων των φορειοφόρων
    αιτιατική τους φορειοφόρους τις φορειοφόρες τα φορειοφόρα
     κλητική φορειοφόροι φορειοφόρες φορειοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορειοφόρος < φορείο + -φόρος

Επίθετο[επεξεργασία]

φορειοφόρος, -α, -ο

  • που μεταφέρει φορεία
    Σε περίπτωση υπέρβασης αυτής της προθεσμίας θαεπιβάλλεται ποινική ρήτρα 150€ ανά ώρα για τους φορειοφόρους ανελκυστήρες και 20€ανά ώρα για τους λοιπούς. (*)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]