φοροελαφρυντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φοροελαφρυντικός < φοροελάφρυνση + -τικός < φόρος + -ο- + ελάφρυνση
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
φοροελαφρυντικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την φοροελάφρυνση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- φοροελάφρυνση
- → δείτε τις λέξεις φόρος, φέρω και ελαφρύς
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φοροελαφρυντικός
|