φωτόλουτρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φωτόλουτρο τα φωτόλουτρα
      γενική του φωτόλουτρου των φωτόλουτρων
    αιτιατική το φωτόλουτρο τα φωτόλουτρα
     κλητική φωτόλουτρο φωτόλουτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτόλουτρο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα φωτόλουτρον [1] < φωτό- + αρχαία ελληνική λουτρόν (λουτρό), πιθανόν μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Lichtbad [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /foˈto.lu.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐τό‐λου‐τρο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωτόλουτρο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
  2. φωτόλουτρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας