χειροθετημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χειροθετημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος χειροθετώ
Μετοχή[επεξεργασία]
χειροθετημένος
- (θρησκεία) που έχει χειροθετηθεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χειροθετημένος
|