χειρόνιπτρον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | χειρόνιπτρον | τὰ | χειρόνιπτρᾰ |
γενική | τοῦ | χειρονίπτρου | τῶν | χειρονίπτρων |
δοτική | τῷ | χειρονίπτρῳ | τοῖς | χειρονίπτροις |
αιτιατική | τὸ | χειρόνιπτρον | τὰ | χειρόνιπτρᾰ |
κλητική ὦ! | χειρόνιπτρον | χειρόνιπτρᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χειρονίπτρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χειρονίπτροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χειρόνιπτρον, -ου ουδέτερο
- λεκάνη για το πλύσιμο των χεριών
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 9, 75 408d, @scaife.perseus, @archive.org, @el.wikisource
- χειρόνιπτρον δ’ Εὔπολις ἐν Δήμοις·
κἄν τις τύχῃ πρῶτος δραμὼν εἴληφε χειρόνιπτρον
ἀνὴρ δ’ ὅταν τις ἀγαθὸς ᾖ καὶ χρήσιμος πολίτης
νικᾷ τε πάντας χρηστὸς ὤν, οὐκ ἔστι χειρόνιπτρον.- ΣτΕ: Ο Αθήναιος ο Ναυκρατίτης παραθέτει ένα απόσπασμα του κωμικού ποιητή Εύπολις.
- χειρόνιπτρον δ’ Εὔπολις ἐν Δήμοις·
- ≈ συνώνυμα: χειρόνιβον, χέρνιβον, χέρνιψ, χερνιβεῖον
- ※ 2/3ος κε αιώνας ⌘ Ἀθήναιος ὁ Nαυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 9, 75 408d, @scaife.perseus, @archive.org, @el.wikisource
- το νερό που χρησιμοποιείται για το πλύσιμο των χεριών
- το πλύσιμο των χεριών
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- χειρόνιπτρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πρόσωπον' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα χειρό- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -νιπτρον (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Αθήναιο (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)