χηλή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χηλή | οι | χηλές |
γενική | της | χηλής | των | χηλών |
αιτιατική | τη | χηλή | τις | χηλές |
κλητική | χηλή | χηλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χηλή < αρχαία ελληνική χηλή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /çiˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χη‐λή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χηλή θηλυκό
- (ανατομία) άκρη εξωτερικού οργάνου.
- (ζωολογία) το νύχι μερικών ζώων
- (ζωολογία) η δαγκάνα των καβουριών, αστακών κ.ά.
- η οπλή
- (γεωγραφία) προεξοχή γης που εισχωρεί στη θάλασσα (φυσική ή τεχνητή), προβλήτα, μώλος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
χηλή
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
χηλή < χαίνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χηλή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- χηλή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)