χοροπηδηχτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοροπηδηχτός η χοροπηδηχτή το χοροπηδηχτό
      γενική του χοροπηδηχτού της χοροπηδηχτής του χοροπηδηχτού
    αιτιατική τον χοροπηδηχτό τη χοροπηδηχτή το χοροπηδηχτό
     κλητική χοροπηδηχτέ χοροπηδηχτή χοροπηδηχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοροπηδηχτοί οι χοροπηδηχτές τα χοροπηδηχτά
      γενική των χοροπηδηχτών των χοροπηδηχτών των χοροπηδηχτών
    αιτιατική τους χοροπηδηχτούς τις χοροπηδηχτές τα χοροπηδηχτά
     κλητική χοροπηδηχτοί χοροπηδηχτές χοροπηδηχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χοροπηδηχτός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

χοροπηδηχτός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]