ψυχιατροδικαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχιατροδικαστικός < ψυχιατρικός + -ο- + δικαστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχιατροδικαστικός
- που σχετίζεται με την ψυχιατρική προσέγγιση δικαστικών υποθέσεων
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχιατροδικαστικός
|