ψυχοπλάνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχοπλάνος η ψυχοπλάνα το ψυχοπλάνο
      γενική του ψυχοπλάνου της ψυχοπλάνας του ψυχοπλάνου
    αιτιατική τον ψυχοπλάνο την ψυχοπλάνα το ψυχοπλάνο
     κλητική ψυχοπλάνε ψυχοπλάνα ψυχοπλάνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχοπλάνοι οι ψυχοπλάνες τα ψυχοπλάνα
      γενική των ψυχοπλάνων των ψυχοπλάνων των ψυχοπλάνων
    αιτιατική τους ψυχοπλάνους τις ψυχοπλάνες τα ψυχοπλάνα
     κλητική ψυχοπλάνοι ψυχοπλάνες ψυχοπλάνα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ψυχοπλάνος < ψυχή + -ο- + πλάνος

Επίθετο[επεξεργασία]

ψυχοπλάνος, -α, -ο

  • που (παρα)πλανά την ψυχή
    Μόνο τα μάτια του Νίκου είδε που της έφεγγαν ως μέσα στο στήθος, σάμπως του χορού ο σκοπός κ’ η γλύκα να τους είχανε ρίξει μέσα σπίθες κρυφόχαρες κι αυτές να γινήκανε φλόγες ξεπεταχτές κι αγκαλιάστρες και φέγγος απαλό — είδε το φέγγος των ματιών που την αγκάλιαζε κ’ είδε και τα δυο τα χέρια να σιγοτρέμουν ανάερα για να την αρπάξουν... και τους συνεπήρε το ρέμα το φρενιασμένο και ψυχοπλάνο του σκοπού του χορευτή — όπως ένας άνεμος ζεστός, περνώντας απ' το λιβάδι, ξεσέρνει τις γλυκειές τις πεταλούδες... (Κωνσταντίνος Χρηστομάνος, Η κερένια κούκλα/Δ)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]