όμορος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | όμορος | η | όμορη | το | όμορο |
γενική | του | όμορου | της | όμορης | του | όμορου |
αιτιατική | τον | όμορο | την | όμορη | το | όμορο |
κλητική | όμορε | όμορη | όμορο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | όμοροι | οι | όμορες | τα | όμορα |
γενική | των | όμορων | των | όμορων | των | όμορων |
αιτιατική | τους | όμορους | τις | όμορες | τα | όμορα |
κλητική | όμοροι | όμορες | όμορα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- όμορος < αρχαία ελληνική ὅμορος < ὁμός + όριο, ὅρος (με την έννοια εύρος ισχύος, όχι βουνό)
Επίθετο
[επεξεργασία]όμορος
- (για κράτη ή περιοχές) που συνορεύει με
- όμοροι δήμοι
- όμορες περιοχές
- όμορα οικόπεδα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] όμορος