ἐργοστασιάρχης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εργοστασιάρχης

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἐργοστασιάρχης οἱ ἐργοστασιάρχαι
      γενική τοῦ ἐργοστασιάρχου τῶν ἐργοστασιαρχῶν
      δοτική τῷ ἐργοστασιάρχ τοῖς ἐργοστασιάρχαις
    αιτιατική τὸν ἐργοστασιάρχην τοὺς ἐργοστασιάρχας
     κλητική ! ἐργοστασιάρχα ἐργοστασιάρχαι
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἐργοστασιάρχης < ἐργοστάσι(ον) (< αρχαία ελληνική ἔργον + ἵστημι) + -άρχης ( < ἄρχω) Χαρακτηρίζεται σπάνιο ελληνιστικό από τον Ευάγγελο Πετρούνια στο Λεξικό «Τριανταφυλλίδη» [1]. Κατά τον Μπαμπινιώτη [2], λέξη της καθαρεύουσας του 1833. Στο Λεξικό του Κουμανούδη, σημειώνεται και «Ελ. κωδ.»[3] • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἐργοστασιάρχης αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. εργοσταστιάρχης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
    Με σημείωση: «σπάνιο ελληνιστικό»
  2. εργοστάσιο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  3. σελ. 409, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου