Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἐφίππιον

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐφίππιον: κλιτικός τύπος και ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἐφίππιος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ἐφίππιον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του ἐφίππιος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του ἐφίππιος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐφίππιον τὰ ἐφίππι
      γενική τοῦ ἐφιππίου τῶν ἐφιππίων
      δοτική τῷ ἐφιππί τοῖς ἐφιππίοις
    αιτιατική τὸ ἐφίππιον τὰ ἐφίππι
     κλητική ! ἐφίππιον ἐφίππι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐφιππίω
γεν-δοτ τοῖν  ἐφιππίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἐφίππιον, -ου αρσενικό