Ἡγησίλεως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἡγησίλεως οἱ Ἡγησίλε
      γενική τοῦ Ἡγησίλεω τῶν Ἡγησίλεων
      δοτική τῷ Ἡγησίλε τοῖς Ἡγησίλεῳς
    αιτιατική τὸν Ἡγησίλεων τοὺς Ἡγησίλεως
     κλητική ! Ἡγησίλεως Ἡγησίλε
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἡγησίλεω
γεν-δοτ τοῖν  Ἡγησίλεῳν
2η κλίση - αττικόκλιτα, Κατηγορία 'πρόνεως' όπως «πρόνεως» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἡγησίλεως < (ἡγέομαι) Ἡγησί- + -λεως (λεώς)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἡγησίλεως αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]