ἱεροφύλαξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἱεροφύλαξ | οἱ | ἱεροφύλακες | ||||
γενική | τοῦ | ἱεροφύλακος | τῶν | ἱεροφυλάκων | ||||
δοτική | τῷ | ἱεροφύλακῐ | τοῖς | ἱεροφύλαξῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ἱεροφύλακᾰ | τοὺς | ἱεροφύλακᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἱεροφύλαξ | ἱεροφύλακες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἱεροφύλακε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἱεροφυλάκοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἱεροφύλαξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἱερο- + -φύλαξ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἱεροφύλαξ
- (ελληνιστική κοινή) ο φύλακας ναού, ιερού χώρου
Πηγές
[επεξεργασία]- ἱεροφύλαξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἱεροφύλαξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φύλαξ' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλαξ' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Δημιουργία λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με πρόθημα ἱερο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -φύλαξ (ελληνιστική κοινή)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)