ἴρηξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ἰρηκ-
ονομαστική ἴρηξ οἱ ἴρηκες
      γενική τοῦ ἴρηκος τῶν ἰρήκων
      δοτική τῷ ἴρηκ τοῖς ἴρηξ(ν)
    αιτιατική τὸν ἴρηκ τοὺς ἴρηκᾰς
     κλητική ! ἴρηξ ἴρηκες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἴρηκε
γεν-δοτ τοῖν  ἰρήκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἴρηξ < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ἴρηξ, -ηκος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]