Ἱστιαιεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ἱστιαιεύς οἱ Ἱστιαιεῖς
      γενική τοῦ Ἱστιαιέως τῶν Ἱστιαιέων
      δοτική τῷ Ἱστιαιεῖ τοῖς Ἱστιαιεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Ἱστιαιέ τοὺς Ἱστιαιέᾱς
     κλητική ! Ἱστιαιεῦ Ἱστιαιεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ἱστιαιεῖ
γεν-δοτ τοῖν  Ἱστιαιέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ἱστιαιεύς < Ἱστίαι(α) + -εύς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Ἱστιαιεύς αρσενικό

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ἱστιαιεύς αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]