ῥεγιών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ῥεγιών | αἱ | ῥεγιῶνες | ||||
γενική | τῆς | ῥεγιῶνος | τῶν | ῥεγιώνων | ||||
δοτική | τῇ | ῥεγιῶνῐ | ταῖς | ῥεγιῶσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ῥεγιῶνᾰ | τὰς | ῥεγιῶνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ῥεγιών | ῥεγιῶνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ῥεγιῶνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ῥεγιώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ῥεγιών < (λόγιο δάνειο) λατινική regio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ῥεγιών, -ῶνος θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (σε επιγραφή) CIG 3436 (Φιλαδέλφεια)
- προάστιο μιας πόλης
- διαμέρισμα ή συνοικία
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- (καθαρεύουσα) ῥεγιών, ρεγιών
- και νέα ελληνικά: ρηγιώνα
Πηγές[επεξεργασία]
- ῥεγιών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ῥεγιών σελ.6398 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'χειμών' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χειμών' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά θηλυκά οξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χειμών' θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις οξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λόγια δάνεια από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις που μαρτυρούνται σε επιγραφές (ελληνιστική κοινή)
- Καθαρεύουσα από την ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά από την ελληνιστική κοινή (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)