Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ῥοῦφος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Ρούφος, ρουφός

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Ῥοῦφος οἱ Ῥοῦφοι
      γενική τοῦ Ῥούφου τῶν Ῥούφων
      δοτική τῷ Ῥούφ τοῖς Ῥούφοις
    αιτιατική τὸν Ῥοῦφον τοὺς Ῥούφους
     κλητική ! Ῥοῦφε Ῥοῦφοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Ῥούφω
γεν-δοτ τοῖν  Ῥούφοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «κῆπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Ῥοῦφος < λατινική Rūfus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɾúː.fos/ (5ος π.Χ. αιώνας Αττική)
ΔΦΑ : /ˈɾu.fos/ (4ος μ.Χ. αιώνας Κοινή)
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ῥοῦφος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Ῥοῦφος, -ου αρσενικό