-τζίδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -τζίδικο | τα | -τζίδικα |
γενική | του | -τζίδικου | των | -τζίδικων |
αιτιατική | το | -τζίδικο | τα | -τζίδικα |
κλητική | -τζίδικο | -τζίδικα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- -τζίδικο < -τζίδικος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈd͡zi.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -τζί‐δι‐κο
Επίθημα
[επεξεργασία]-τζίδικο, -ής, -ές
- επίθημα ουσιαστικών τα οποία αναφέρονται σε κατάστημα, κυρίως πώλησης τροφίμων
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- -τζίδικο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)