Hut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: hut
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Hut die Hüte
γενική des Hutes
Huts
der Hüte
δοτική dem Hut
Hute
den Hüten
αιτιατική den Hut die Hüte

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Hut < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική huot < παλαιά άνω γερμανική huot [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /huːt/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Hut (de) αρσενικό

  1. (ενδυμασία) το καπέλο
    Ich habe mir einen neuen schwarzen Hut gekauft.
    Αγόρασα ένα καινούργιο μαύρο καπέλο.
  2. (μυκητολογία) το ανώτερο τμήμα ενός μανιταριού

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Hut στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Hut - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Hut < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Hut αρσενικό ή θηλυκό

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [1]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στην Περιοχή: Wallonie του Βελγίου



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Hut < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Hut αρσενικό ή θηλυκό

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [2]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στην Περιοχή Wallonie του Βελγίου



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Hut < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Hut αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [3]