Saft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Saft | die | Säfte |
γενική | des | Saftes Safts |
der | Säfte |
δοτική | dem | Saft Safte |
den | Säften |
αιτιατική | den | Saft | die | Säfte |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Saft < (κληρονομημένο) παλαιά άνω γερμανική saf < πρωτογερμανική *sapą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sap- (γεύομαι)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Saft (de) αρσενικό
- (ποτό) χυμός φτιαγμένος από φρούτα ή λαχανικά
- Ich trinke einen Saft.
- Πίνω έναν χυμό.
- Ich trinke einen Saft.
- (βοτανική) ο χυμός δέντρου
- ο ζωμός
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Apfelsaft
- Bananensaft
- Erdbeersaft
- Fruchtsaft
- Gemüsesaft
- Kirschesaft
- Magensaft
- Obstsaft
- Orangensaft
- Tomatensaft
- Zitronensaft
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Saft στη γερμανική Βικιπαίδεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Ποτά (γερμανικά)
- Βοτανική (γερμανικά)