Μετάβαση στο περιεχόμενο

Saft

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Saft die Säfte
γενική des Saftes
Safts
der Säfte
δοτική dem Saft
Safte
den Säften
αιτιατική den Saft die Säfte

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Saft < (κληρονομημένο) παλαιά άνω γερμανική saf < πρωτογερμανική *sapą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sap- (γεύομαι)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zaft/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Saft (de) αρσενικό

  1. (ποτό) χυμός φτιαγμένος από φρούτα ή λαχανικά
    Ich trinke einen Saft.
    Πίνω έναν χυμό.
  2. (βοτανική) ο χυμός δέντρου
  3. ο ζωμός
     συνώνυμα: Brühe

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Saft στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια


Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Saft αρσενικό ή θηλυκό

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 ,