actus
Εμφάνιση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Μετοχή
[επεξεργασία]actus, -a, -um
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ago
Κλίση
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]actus αρσενικό
- κίνηση
- ορμή
- φορά
- πράξη, δράση
- υποκριτική, ηθοποιία
- (σημασία στα εκκλησιαστικά λατινικά) μέρος (θεατρικού) έργου
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | actus | actūs |
γενική | actūs | actuum |
δοτική | actuī | actibus |
αιτιατική | actum | actūs |
κλητική | actus | actūs |
αφαιρετική | actū | actibus |
Πηγές
[επεξεργασία]- actus, ago - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.