depressing
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | depressing |
συγκριτικός | more depressing |
υπερθετικός | most depressing |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /dɪˈpres.ɪŋ/
Επίθετο
[επεξεργασία]depressing (en)
- καταθλιπτικός
- (οικονομία) που προκαλεί μείωση στην οικονομική δραστηριότητα
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]depressing (en)
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ depressing - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Πηγές
[επεξεργασία]- depressing - Cambridge Dictionary online