Μετάβαση στο περιεχόμενο

depressing

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός depressing
συγκριτικός more depressing
υπερθετικός most depressing

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
depressing <  δείτε τη λέξη depress. (μαρτυρείται από το 1629)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɪˈpres.ɪŋ/

Επίθετο

[επεξεργασία]

depressing (en)

  1. καταθλιπτικός
     συνώνυμα: cheerless, distressing, saddening, unpleasant
     αντώνυμα: cheerful, upbeat
  2. (οικονομία) που προκαλεί μείωση στην οικονομική δραστηριότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

depressing (en)

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. depressing - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)