Μετάβαση στο περιεχόμενο

depressed

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός depressed
συγκριτικός more depressed
υπερθετικός most depressed

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
depressed <  δείτε τη λέξη depress

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dɪˈprest/

Επίθετο

[επεξεργασία]

depressed (en)

  1. (ψυχολογία) άθυμος, δυστυχισμένος, μελαγχολικός, καταθλιμμένος, στενοχωρημένος
     συνώνυμα: despondent, emo (ανεπίσημο, συνήθως μειωτικό), gloomy, melancholy, miserable, sad, unhappy
     αντώνυμα: cheerful
  2. (οικονομία) που υποφέρει από καταστροφικές συνέπειες της οικονομικής ύφεσης
  3. (μαθηματικά) μειωμένος σε χαμηλότερο βαθμό

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

depressed (en)