driver
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
driver | drivers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
driver (en)
- ο οδηγός
- (επάγγελμα) κάποιος που οδηγεί για την επάγγελμα του
- (πληροφορική) συνώνυμο του device driver
- ※ Without drivers, the devices you connect to your computer, for example, a printer or video card won't work properly [1]
- Χωρίς προγράμματα οδήγησης, οι συσκευές που συνδέετε στον υπολογιστή σας, για παράδειγμα, ένας εκτυπωτής ή μια κάρτα βίντεο δεν θα λειτουργούν σωστά (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ※ If the manufacturer of your hardware is still in business, often the drivers are listed on their web page [2]
- Εάν ο κατασκευαστής του υλικού σας εξακολουθεί να υπάρχει, συχνά τα προγράμματα οδήγησης παρατίθενται στην ιστοσελίδα τους (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ※ Drivers are quite helpful in the respect that they allow hardware to interact with an operating system [3]
- Τα προγράμματα οδήγησης είναι αρκετά χρήσιμα από την άποψη ότι επιτρέπουν στο υλικό να αλληλεπιδρά με ένα λειτουργικό σύστημα (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ※ Without drivers, the devices you connect to your computer, for example, a printer or video card won't work properly [1]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ (αγγλικά) What is a Windows Driver. Πρόσβαση 2021-06-09.
- ↑ (αγγλικά) How do I locate software or drivers for my computer?. Πρόσβαση 2021-06-16.
- ↑ (αγγλικά) How to roll back a Windows driver to the previous version. Πρόσβαση 2021-06-16.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
driver | drivers |
driver (fr) αρσενικό
- (στο γκολφ) παίκτης που εκτελεί ένα drive
- (στο γκολφ) ξύλινο γκλομπ
- (στις ιπποδρομίες) τζόκεϊ του παραπάνω αλόγου
- (πληροφορική) πρόγραμμα οδήγησης ενός εκτυπωτή
[επεξεργασία]
Ρήμα 1[επεξεργασία]
driver (fr)
Ρήμα 2[επεξεργασία]
driver (fr)