driver
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
driver (en)
- ο οδηγός
- (πληροφορική) το πρόγραμμα οδήγησης ή απλά οδηγός, ειδικό πρόγραμμα διεπαφής (interface) λειτουργικού συστήματος και συσκευής
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ρήμα 1[επεξεργασία]
driver (fr)
Ρήμα 2[επεξεργασία]
driver (fr)
- (στο γκολφ) εκτελώ ένα drive
- (στις ιπποδρομίες) οδηγώ (ένα άλογο δεμένο σε ένα sulky) με σιγανό καλπασμό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
driver | drivers |
driver (fr) αρσενικό
- (στο γκολφ) παίκτης που εκτελεί ένα drive
- (στο γκολφ) ξύλινο γκλομπ
- (στις ιπποδρομίες) τζόκεϊ του παραπάνω αλόγου
- (πληροφορική) πρόγραμμα οδήγησης ενός εκτυπωτή