αλαμπουρνέζικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | αλαμπουρνέζικα | ||
γενική | των | αλαμπουρνέζικων | ||
αιτιατική | τα | αλαμπουρνέζικα | ||
κλητική | αλαμπουρνέζικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλαμπουρνέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλαμπουρνέζικος στον πληθυντικό
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.la.buɾˈne.zi.ka/
- ΔΦΑ : /a.lam.buɾˈne.zi.ka/ [1]
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λα‐μπουρ‐νέ‐ζι‐κα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλαμπουρνέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις αλαμπουρνέζος και Λιβόρνο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλαμπουρνέζικα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αλαμπουρνέζικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αλαμπουρνέζικος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αλαμπουρνέζικα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)