αλαμπουρνέζικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αλαμπουρνέζικα
      γενική των αλαμπουρνέζικων
    αιτιατική τα αλαμπουρνέζικα
     κλητική αλαμπουρνέζικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλαμπουρνέζικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλαμπουρνέζικος στον πληθυντικό

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.la.buɾˈne.zi.ka/
ΔΦΑ : /a.lam.buɾˈne.zi.ka/ [1]
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐μπουρ‐νέ‐ζι‐κα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλαμπουρνέζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αλαμπουρνέζικα

Αναφορές

[επεξεργασία]