ρινόκερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρινόκερος αρσενικό
![](http://upload.wikimedia.org/wikipedia/commons/thumb/0/09/Rhinoceros.jpg/220px-Rhinoceros.jpg)
- (θηλαστικό ζώο) Φυτοφάγο παχύδερμο θηλαστικό της οικογένειας Rhinocerotidae. Ενδημεί στην Ασία και την Αφρική. Έχει παχύ γκριζωπό δέρμα και ένα ή δυο κέρατα στη μύτη του.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
ρινόκερος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρινόκερος