ρινόκερος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρινόκερος οι ρινόκεροι
      γενική του ρινόκερου των ρινόκερων
    αιτιατική τον ρινόκερο τους ρινόκερους
     κλητική ρινόκερε ρινόκεροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ρινόκερος < ῥινόκερως < ῥις + κέρας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ρινόκερος αρσενικό

Ένας ρινόκερος.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]