γενόσημο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γενόσημο | τα | γενόσημα |
γενική | του | γενόσημου | των | γενόσημων |
αιτιατική | το | γενόσημο | τα | γενόσημα |
κλητική | γενόσημο | γενόσημα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γενόσημο ουδέτερο
- (νεολογισμός) (ιατρική) το φάρμακο με όμοια ποσοτική και ποιοτική σύνθεση και δραστικότητα με άλλο φάρμακο, του οποίου έχουν λήξει τα δικαιώματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας (πατέντα)