fun
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
fun (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- it will be fun to ...: θα έχει πλάκα να ...
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
fun (en)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
fun (en)
- (οικείο) αστειεύομαι, πειράζω κάποιον
Ιαπωνικά (ja)[επεξεργασία]
Μεταγραφή[επεξεργασία]
fun (rōmaji)