primary
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
primary (en)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- (βάσεις δεδομένων) primary key
[επεξεργασία]
- ↑ «πρωτεύων» από αναζήτηση «primary» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.