Αυστριακή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Αυστριακή < Αυστριακ(ός) + -ή
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /af.stɾi.aˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Αυ‐στρι‐α‐κή
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αυστριακή θηλυκό
- (εθνικό όνομα) θηλυκό του Αυστριακός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Αυστριακιά (λαϊκότροπο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Αυστρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αυστριακός
Αυστριακή
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Αυστρία