θησαυρός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ iwiki +fi:θησαυρός |
μ αφαιρείται το γένος από τις μεταφράσεις |
||
Γραμμή 41: | Γραμμή 41: | ||
{{(}} |
{{(}} |
||
* {{en}} : {{τ|en|treasure}} |
* {{en}} : {{τ|en|treasure}} |
||
* {{ar}} : {{τ|ar|ثروة|tr=ṯarwah}} |
* {{ar}} : {{τ|ar|ثروة|tr=ṯarwah}} |
||
* {{hy}} : {{τ|hy|գանձ|tr=ganj}} |
* {{hy}} : {{τ|hy|գանձ|tr=ganj}} |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
||
Γραμμή 47: | Γραμμή 47: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|trésor|noentry=1}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|trésor|noentry=1}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Schatz|noentry=1}} |
* {{de}} : {{τ|de|Schatz|noentry=1}} |
||
* {{ka}} : {{τ|ka|განძი|tr=ganji}} |
* {{ka}} : {{τ|ka|განძი|tr=ganji}} |
||
* {{da}} : {{τ|da|skat}} |
* {{da}} : {{τ|da|skat}} |
||
Γραμμή 58: | Γραμμή 58: | ||
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{es}} : {{τ|es|tesoro}} |
* {{es}} : {{τ|es|tesoro}} |
||
* {{it}} : {{τ|it|tesoro}} |
* {{it}} : {{τ|it|tesoro}} |
||
* {{zh}} : {{τ|zh|珍宝|tr=zhēnbǎo}} |
* {{zh}} : {{τ|zh|珍宝|tr=zhēnbǎo}} |
||
* {{ko}} : {{τ|ko|보물|tr=bomul}} |
* {{ko}} : {{τ|ko|보물|tr=bomul}} |
||
Γραμμή 69: | Γραμμή 69: | ||
{{-}} |
{{-}} |
||
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{nl}} : {{τ|nl|schat}} |
* {{nl}} : {{τ|nl|schat}} |
||
* {{hu}} : {{τ|hu|kincs}} |
* {{hu}} : {{τ|hu|kincs}} |
||
* {{uk}} : {{τ|uk|скарб|tr=skarb}} |
* {{uk}} : {{τ|uk|скарб|tr=skarb}} |
||
* {{fa}} : {{τ|fa|گنجینه|tr=ganǧynah}} |
* {{fa}} : {{τ|fa|گنجینه|tr=ganǧynah}} |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|skarb}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|skarb}} |
||
* {{pt}} : {{τ|pt|tesouro}} |
* {{pt}} : {{τ|pt|tesouro}} |
||
* {{ro}} : {{τ|ro|tesouro|noentry=1}} |
* {{ro}} : {{τ|ro|tesouro|noentry=1}} |
||
* {{ru}} : {{τ|ru|сокровище|tr=sokrovichtche}} |
* {{ru}} : {{τ|ru|сокровище|tr=sokrovichtche}} |
||
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{sk}} : {{τ|sk|poklad}} |
* {{sk}} : {{τ|sk|poklad}} |
||
* {{sl}} : {{τ|sl|zaklad}} |
* {{sl}} : {{τ|sl|zaklad}} |
||
* {{sv}} : {{τ|sv|skatt}} |
* {{sv}} : {{τ|sv|skatt}} |
||
* {{th}} : {{τ|th|สมบัติ|tr=sŏmbàt}} |
* {{th}} : {{τ|th|สมบัติ|tr=sŏmbàt}} |
||
* {{cs}} : {{τ|cs|poklad}} |
* {{cs}} : {{τ|cs|poklad}} |
||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fo}} : {{τ|fo|dýrgripur}} |
* {{fo}} : {{τ|fo|dýrgripur}} |
Αναθεώρηση της 09:51, 31 Ιανουαρίου 2010
Πρότυπο:=el= Πρότυπο:el-κλίσ-'ουρανός' Πρότυπο:-ετυμ-
- θησαυρός < αρχαία ελληνική θησαυρός
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πρότυπο:-ουσ- θησαυρός αρσενικό
- σύνολο πολύτιμων αντικειμένων, κειμηλίων ή μεγάλα ποσά χρημάτων που συγκεντρώνονται και φυλάγονται, συνήθως με τρόπο που είναι δύσκολο να τα βρει κανείς
- ψάχνει για χαμένους θησαυρούς
- (μεταφορικά) μεγάλος πλούτος
- έχει τους θησαυρούς του Kροίσου
- κάθε κινητό αντικείμενο που θεωρείται ότι έχει αξία και που έμεινε κρυμμένο για τόσο πολύ χρόνο, ώστε δεν μπορεί να βρεθεί ο κύριός του
- πρόσωπο που έχει πολλά χαρίσματα
- εργατικός και τίμιος υπάλληλος, ένας θησαυρός για την επιχείρηση
- πρόσωπο πολύ αγαπητό
- θησαυρέ μου!
- ένα πρόσωπο ή πράγμα που διαθέτει σε μεγάλο βαθμό κάτι πολύτιμο
- αυτή η εγκυκλοπαίδεια είναι θησαυρός γνώσεων
- Πρότυπο:αρχαιολ οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
- ο θησαυρός των Kνιδίων στους Δελφούς
- Πρότυπο:αρχαιολ χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
- ο θησαυρός του Aτρέως
- Πρότυπο:φιλολ λεξικό που περιέχει όλο το λεξιλογικό πλούτο μιας γλώσσας
- ο θησαυρός της ελληνικής / της λατινικής γλώσσας
- άνθρακες ο θησαυρός: η διάψευση των προσδοκιών
- καλλιτεχνικοί / αρχαιολογικοί θησαυροί: έργα τέχνης ή αρχαιολογικά ευρήματα μεγάλης αξίας
- οι θησαυροί του Mουσείου του Λούβρου
|
|
Πρότυπο:=grc= Πρότυπο:-ουσ- Πρότυπο:grc-β-κλίσ-αθ-'ναός' θησαυρός αρσενικό
- κάτι το πολύτιμο, ο θησαυρός
- ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά (Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο)
- οικοδόμημα σε σχήμα ναού που έχτιζαν οι αρχαίες ελληνικές πόλεις στους χώρους των πανελλήνιων ιερών, για να τοποθετούν και να φυλάγουν τα αφιερώματά τους
- ἑστᾶσι δὲ οὗτοι ἐν τῷ Κορινθίων θησαυρῷ, σταθμὸν ἔχοντες τριήκοντα τάλαντα, (Ηρόδοτος, Ἱστορίαι)
- χτιστός κυκλικός τάφος των μυκηναϊκών χρόνων, που αργότερα πίστευαν ότι ήταν θησαυροφυλάκιο
- ο θησαυρός του Aτρέως