απατεώνας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 66: | Γραμμή 66: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[fr:απατεώνας]] |
[[fr:απατεώνας]] |
Αναθεώρηση της 00:29, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απατεώνας < αρχαία ελληνική ἀπατεών < ἀπατάω (: εξαπατώ, απατώ)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
απατεώνας αρσενικό
- το πρόσωπο που ξεγελάει κι εξαπατά συστηματικά τους άλλους για δικό του όφελος, με το να εκμεταλλεύεται την εμπιστοσύνη, την καλή διάθεση που δείχνουν ή την αφέλειά τους