πολλαπλασιαστικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μ προσθήκη el-κλίσ-'καλός' στα -ικός
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'καλός'}}


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===

Αναθεώρηση της 02:37, 25 Αυγούστου 2018

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολλαπλασιαστικός η πολλαπλασιαστική το πολλαπλασιαστικό
      γενική του πολλαπλασιαστικού της πολλαπλασιαστικής του πολλαπλασιαστικού
    αιτιατική τον πολλαπλασιαστικό την πολλαπλασιαστική το πολλαπλασιαστικό
     κλητική πολλαπλασιαστικέ πολλαπλασιαστική πολλαπλασιαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολλαπλασιαστικοί οι πολλαπλασιαστικές τα πολλαπλασιαστικά
      γενική των πολλαπλασιαστικών των πολλαπλασιαστικών των πολλαπλασιαστικών
    αιτιατική τους πολλαπλασιαστικούς τις πολλαπλασιαστικές τα πολλαπλασιαστικά
     κλητική πολλαπλασιαστικοί πολλαπλασιαστικές πολλαπλασιαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολλαπλασιαστικός < πολλαπλασιάζω

Επίθετο

πολλαπλασιαστικός

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)


Συγγενικά

Μεταφράσεις