πτερό: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ μετατροπή {{ετυμ|ine-pro}} |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίσ-'βουνό'}} |
{{el-κλίσ-'βουνό'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el}} {{λ|πτερόν|grc}} < [[πέτομαι]] < {{ετυμ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el}} {{λ|πτερόν|grc}} < [[πέτομαι]] < {{ετυμ|ine-pro}} *''peth₂''- ([[πετώ]]) |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 21:11, 27 Απριλίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πτερό | τα | πτερά |
γενική | του | πτερού | των | πτερών |
αιτιατική | το | πτερό | τα | πτερά |
κλητική | πτερό | πτερά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πτερό < αρχαία ελληνική πτερόν < πέτομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peth₂- (πετώ)
Ουσιαστικό
πτερό ουδέτερο
- Πρότυπο:αρχιτ η σειρά κιόνων γύρω από αρχαίους ναούς
Συγγενικά
- δίπτερος
- περίπτερος
- → δείτε τη λέξη φτερό
Μεταφράσεις
πτερό
|