ανεπίπλωτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Νέα σελίδα: =={{-el-}}== {{el-κλίσ-'όμορφος'}} ==={{ετυμολογία}}=== : '''{{PAGENAME}}''' < {{πρόσφ|αν-|επιπλώνω|-τος}} ==={{επίθετο|el}}===...
 
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}
{{el-κλίση-'όμορφος'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{πρόσφ|αν-|επιπλώνω|-τος}}
: '''{{PAGENAME}}''' < [[αν-]] (στερητικό [[α-]]) + [[επιπλώνω|επιπλ(ώνω)]] + {{π|-ωτος}}


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
*που δεν έχει [[επιπλώνω|επιπλωθεί]]
* που δεν έχει [[επιπλώνω|επιπλωθεί]]


===={{αντώνυμα}}====
===={{αντώνυμα}}====
*[[επιπλωμένος]]
* [[επιπλωμένος]]
{{clear}}

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
Γραμμή 37: Γραμμή 37:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 59: Γραμμή 58:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

[[Κατηγορία:Λέξεις με πρόθημα αν- από το στερητικό α- (νέα ελληνικά)]]


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 12:28, 25 Ιουνίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεπίπλωτος η ανεπίπλωτη το ανεπίπλωτο
      γενική του ανεπίπλωτου της ανεπίπλωτης του ανεπίπλωτου
    αιτιατική τον ανεπίπλωτο την ανεπίπλωτη το ανεπίπλωτο
     κλητική ανεπίπλωτε ανεπίπλωτη ανεπίπλωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεπίπλωτοι οι ανεπίπλωτες τα ανεπίπλωτα
      γενική των ανεπίπλωτων των ανεπίπλωτων των ανεπίπλωτων
    αιτιατική τους ανεπίπλωτους τις ανεπίπλωτες τα ανεπίπλωτα
     κλητική ανεπίπλωτοι ανεπίπλωτες ανεπίπλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανεπίπλωτος < αν- (στερητικό α-) + επιπλ(ώνω) + -ωτος

Επίθετο

ανεπίπλωτος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις