αμίνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
μ pwb.py update labels ετικέτες |
||
Γραμμή 9: | Γραμμή 9: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
*{{ |
*{{ετ|χημεία}} (συνήθως στον πληθυντικό: [[αμίνες]]) [[αζωτούχος|αζωτούχες]] οργανικές ενώσεις με μία τουλάχιστον [[αμινομάδα]], δηλαδή -NH2 ή -NH- ή >Ν-, ως κύρια χαρακτηριστική ομάδα |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 12:07, 23 Ιουλίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αμίνη | οι | αμίνες |
γενική | της | αμίνης | των | αμινών |
αιτιατική | την | αμίνη | τις | αμίνες |
κλητική | αμίνη | αμίνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αμίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) γαλλική amine < ammonia < λατινική ammoniacus < Ammon < αρχαία ελληνική Ἄμμων < αρχαία αιγυπτιακή
(jmn)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αμίνη θηλυκό
- (χημεία) (συνήθως στον πληθυντικό: αμίνες) αζωτούχες οργανικές ενώσεις με μία τουλάχιστον αμινομάδα, δηλαδή -NH2 ή -NH- ή >Ν-, ως κύρια χαρακτηριστική ομάδα
Συγγενικά
Δείτε επίσης
- Αμίνες στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία αιγυπτιακά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)