ψευδολέξη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}} |
{{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|ψευδο-}} + [[λέξη]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|ψευδο-}} + [[λέξη]] ({{μτφδ|en|el|text=1|pseudoword}}) |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
* {{ετ|γλωσσολογία}} μία [[ψεύτικη]] / [[επίπλαστη]] [[λέξη]], που από [[άποψη]]ς [[ορθογραφία]]ς, [[φωνολογία]]ς [[κ.λπ.]] μοιάζει [[υπαρκτή]] / [[πραγματική]] |
|||
* {{ετ|γλωσσολογία}} {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
{{clear}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
||
Γραμμή 21: | Γραμμή 21: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{de}} : {{τ|de|Logatom}} |
|||
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} --> |
||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
<!-- * {{ur}} : {{τ|ur|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ur}} : {{τ|ur|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{fa}} : {{τ|fa|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fa}} : {{τ|fa|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{pl}} : {{τ|pl|logatom}} |
|||
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 16:01, 24 Ιουλίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψευδολέξη | οι | ψευδολέξεις |
γενική | της | ψευδολέξης | των | ψευδολέξεων |
αιτιατική | την | ψευδολέξη | τις | ψευδολέξεις |
κλητική | ψευδολέξη | ψευδολέξεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ψευδολέξη < ψευδο- + λέξη (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pseudoword)
Ουσιαστικό
ψευδολέξη θηλυκό
- (γλωσσολογία) μία ψεύτικη / επίπλαστη λέξη, που από άποψης ορθογραφίας, φωνολογίας κ.λπ. μοιάζει υπαρκτή / πραγματική
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψευδο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)