Πύρρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Πύρρος
      γενική του Πύρρου
    αιτιατική τον Πύρρο
     κλητική Πύρρε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πύρρος < αρχαία ελληνική Πύρρος < πυρρός (ξανθός, ξανθοκόκκινος)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πύρρος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Πύρρος
      γενική τοῦ Πύρρου
      δοτική τῷ Πύρρ
    αιτιατική τὸν Πύρρον
     κλητική ! Πύρρε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πύρρος < πυρρός < πῦρ

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πύρρος αρσενικό (θηλυκό Πύρρα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη πῦρ