άι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άι (μόριο) < άε < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄγε, προστακτική του ρήματος ἄγω. [1][2] Συγκρίνετε με το άιντε, άντε και άμε.
- άι (επιφώνημα) < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική αἰ / αἶ [3]
Προφορά
[επεξεργασία]Μόριο
[επεξεργασία]άι!
- ισοδύναμο με την προστακτική: πήγαινε!, τράβα!
- εκφράζει έκπληξη ή θυμό
- ⮡ Άι στο διάολο! Δεν το πιστεύω αυτό που ακούω!
- άλλες μορφές: α!
Επιφώνημα
[επεξεργασία]άι!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ άι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ άι - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)