άμαλλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄμαλλος, ανάμαλλος, άμυαλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμαλλος η άμαλλη το άμαλλο
      γενική του άμαλλου της άμαλλης του άμαλλου
    αιτιατική τον άμαλλο την άμαλλη το άμαλλο
     κλητική άμαλλε άμαλλη άμαλλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμαλλοι οι άμαλλες τα άμαλλα
      γενική των άμαλλων των άμαλλων των άμαλλων
    αιτιατική τους άμαλλους τις άμαλλες τα άμαλλα
     κλητική άμαλλοι άμαλλες άμαλλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άμαλλος < μεσαιωνική ελληνική ἄμαλλος < αρχαία ελληνική μαλλός

Επίθετο[επεξεργασία]

άμαλλος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]