αΐδιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀΐδιος, αοίδιμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αΐδιος η αΐδια το αΐδιο
      γενική του αΐδιου της αΐδιας του αΐδιου
    αιτιατική τον αΐδιο την αΐδια το αΐδιο
     κλητική αΐδιε αΐδια αΐδιο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αΐδιοι οι αΐδιες τα αΐδια
      γενική των αΐδιων των αΐδιων των αΐδιων
    αιτιατική τους αΐδιους τις αΐδιες τα αΐδια
     κλητική αΐδιοι αΐδιες αΐδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αΐδιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀΐδιος < ἀεί + παραγωγική κατάληξη -διος από τύπο *ἀἰϝίδιος [1]. → δείτε και τη λέξη ἴδιος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈi.ði.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ΐ‐δι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

αΐδιος, -α, -ο (λόγια: -ος, -ον, → δείτε τη λέξη ἀΐδιος)

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη αεί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.