αεριοποιητής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αεριοποιητής οι αεριοποιητές
      γενική του αεριοποιητή των αεριοποιητών
    αιτιατική τον αεριοποιητή τους αεριοποιητές
     κλητική αεριοποιητή αεριοποιητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αεριοποιητής < αεριοποίη(ση) + -τής, μορφολογικά αναλύεται αέρι(ο) + -ο- + -ποιητής

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.e.ɾi.o.pi.iˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐ε‐ρι‐ο‐ποι‐η‐τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αεριοποιητής αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]