ακέντητος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακέντητος < α- στερητικό + (κεντώ) κεντη- + -τος (δεν έχει σχέση με την αρχαία ελληνική ἀκέντητος 'άλογο που δεν χρειάζεται σπιρούνια')
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈcen.di.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κέ‐ντη‐τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ακέντητος, -η, -ο
- που δεν τον έχουν κεντήσει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακέντητος